μετζίτι

μετζίτι
και μετζιντιέ, το (Μ μετζίτι και μετζίτιν και μετζίτιον και μετζέτι)
νεοελλ.
τουρκικό νόμισμα, χρυσό ή ασημένιο
μσν.
μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mescid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”